χλέπα, η, ουσ.
[;], ψωμί κίτρινο από καλαμποκάλευρο, η μπομπότα, που θεωρείται ψωμί δεύτερης
ποιότητας: «όλα τα κατοχικά παιδιά μεγάλωσαν με χλέπα». (Λαϊκό τραγούδι: μες
την απέραντη τη στέπα είν’ όλοι άνθρωποι καλοί, μ’ αλλιώς ζυμώνουνε τη χλέπα
κι αλλιώς εμείς γλυκό ψωμί)·
-
ρίχνω τις χλέπες μου, τρώω: «μόλις γυρνώ στο σπίτι απ’ τη δουλειά, ρίχνω
τις χλέπες μου και κοιμάμαι».